πότνα

πότνα
πότνᾰ, mostly Voc., = sq.,
A

π. θεά Od.5.215

, 13.391, 20.61;

π. θεάων h.Cer.118

(nom.);

Ὁσία π. θεῶν E.Ba.370

(lyr.);

π. Σελάνα Theoc. 2.69

,al.; addressed to a mistress, AP5.253 (Paul. Sil.), 285 (Id.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πότνα — πότνᾱ , πότνα fem nom/voc/acc dual πότνᾱ , πότνα fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότναι — πότνα fem nom/voc pl πότνᾱͅ , πότνα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότναν — πότνᾱν , πότνα fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότν' — πότναι , πότνα fem nom/voc pl πότνᾱͅ , πότνα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότνια — ἡ, τ. κλητ. και πότνα, Α (ως τιμητική προσφώνηση θεάς ή εξέχουσας θνητής γυναίκας) 1. ως ουσ. βασίλισσα, δέσποινα, κυρία 2. ως επίθ. τιμημένη, σεβαστή, μεγαλοπρεπής 3. στον πληθ. ως κύριο όν. αἱ Πότνιαι α) προσωνυμία τών Ευμενίδων β) πόλη τής… …   Dictionary of Greek

  • RHEA — I. RHEA Caeli et Terrae filia, Hesiod. in Theogon. v. 133. ubi de Terrae filiis: Οὐρανῷ εὐνηθεῖςα, τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖον θ᾿ Υ῾περίονά τ᾿ Ι᾿απετόν τε, Θεῖαν´ τε Ρ῾εῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοςύνηντε. At Orpheus in Hymnis Rheam primam …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”